- σερβοκροατικός
- -ή, -ό, και σερβοκροάτικος, -η, -ο, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σέρβους και στους Κροάτες ή στη Σερβία και στην Κροατία ταυτόχρονα2. φρ. «σερβοκροατική γλώσσα»γλωσσ. νότια σλαβική γλώσσα που μιλιέται στη Σερβία, στο Μαυροβούνιο, στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, καθώς και στην Κροατία, και χρησιμοποιείται ευρέως ως δεύτερη γλώσσα στη Σλοβενία.
Dictionary of Greek. 2013.